- μίρον
- μίρον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὅταν ἀπονυστάζῃ τις, λέγουσι Ταραντῑνοι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… … Dictionary of Greek